- υπερεκθεραπευω
- ὑπερεκθεραπεύωὑπερ-εκθερᾰπεύωокружать преувеличенным уходом
ὑ. τινά Aeschin. — всячески прислуживаться к кому-л., стараться угодить
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ὑ. τινά Aeschin. — всячески прислуживаться к кому-л., стараться угодить
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
υπερεκθεραπεύω — Α με υπερβολικές περιποιήσεις προσπαθώ να κερδίσω την εύνοια κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκθεραπεύω «με περιποιήσεις κάνω φίλο μου κάποιον»] … Dictionary of Greek
ὑπερεκθεραπεύσας — ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ὑπερεκθεραπεύσᾱς , ὑπερεκθεραπεύω seek to win by excessive attention aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεύω — και θαραπεύω και θεραπεύγω (AM θεραπεύω) 1. περιποιούμαι ασθενή 2. αποκαθιστώ την υγεία κάποιου, γιατρεύω (α. «αυτός ο γιατρός μέ θεράπευσε» β. «τούς... ἰατροὺς θεραπεύειν ἐκέλευσεν», Ξεν.) νεοελλ. 1. φρ. «θεραπεύω τις Μούσες, τα γράμματα κ.λπ»… … Dictionary of Greek